κατορθωσις

κατορθωσις
    κατόρθωσις
    κατ-όρθωσις
    -εως ἥ
    1) успешное действие, благополучное завершение
    

(τῶν πραγμάτων Polyb.)

    2) умелое исправление, успешное преобразование
    

(τῆς πολιτείας Polyb.)

    3) добродетельный поступок Arst., Cic.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κατορθωσις" в других словарях:

  • κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατόρθωσις — setting straight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσει — κατόρθωσις setting straight fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατορθώσεϊ , κατόρθωσις setting straight fem dat sg (epic) κατόρθωσις setting straight fem dat sg (attic ionic) κατορθόω set upright aor subj act 3rd sg (epic) κατορθόω set upright fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσεις — κατόρθωσις setting straight fem nom/voc pl (attic epic) κατόρθωσις setting straight fem nom/acc pl (attic) κατορθόω set upright aor subj act 2nd sg (epic) κατορθόω set upright fut ind act 2nd sg κατορθόω set upright aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσεσι — κατόρθωσις setting straight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσιας — κατόρθωσις setting straight fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσιος — κατόρθωσις setting straight fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόρθωσιν — κατόρθωσις setting straight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՈՒՂՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0548 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. εὑθύτης, κατόρθωσις, διόρθωσις rectitudo, directio. Ուղիղն գոլ՝ յոր եւ իցէ կարգի, նիւթապէս կամ բարոյապէս. շիտակութիւն, շըտկութիւն. ... *Ուղղութիւն եւ ծռութիւն, եւ որ ինչ սոցին նման է.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κατορθώσεων — κατορθώσεω̆ν , κατόρθωσις setting straight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσεως — κατορθώσεω̆ς , κατόρθωσις setting straight fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»